σπασμωδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς («σπασμωδικός βήχας») 2. βιαστικός, γρήγορος, απροετοίμαστος ή επιπόλαιος (α. «σπασμωδικές κινήσεις» β. «σπασμωδική ενέργεια») επίρρ... σπασμωδικώς και σπασμωδικά Ν με τρόπο σπασμωδικό, βιαστικά,… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
κλονώδης — ες (AM κλονώδης, ῶδες) [κλόνος] αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικός («κλονώδης σφυγμός», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που υφίσταται κλονισμούς … Dictionary of Greek
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
περιδρομιάζω — Ν τρώω τον περίδρομο, τρώω πολύ περισσότερο από όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίδρομος (Ι) «ισχυρός, σπασμωδικός πόνος τού στομαχιού από το υπερβολικό φαγητό»] … Dictionary of Greek
σπασμωδικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σπασμωδικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπασμωδικός. Η λ., στον λόγιο τ. σπασμωδικότης, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
σπασμώδης — ες / σπασμώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σπασμός] 1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα») 2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση») αρχ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ σπασμώδης αυτός που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek